παραδειγματωδης

παραδειγματωδης
    παραδειγματώδης
    παραδειγμᾰτ-ώδης
    2
    сопровождаемый примерами или выставляемый в качестве примера
    

(ῥητορεῖαι Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "παραδειγματωδης" в других словарях:

  • παραδειγματώδης — ῶδες, Α [παράδειγμα, ατος] αυτός που χαρακτηρίζεται από παραδείγματα, ο γεμάτος παραδείγματα («παραδειγματώδεις ῥητορεῑαι», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • παραδειγματώδη — παραδειγματώδης characterized by examples neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) παραδειγματώδης characterized by examples masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) παραδειγματώδης characterized by examples masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραδειγματώδεις — παραδειγματώδης characterized by examples masc/fem acc pl παραδειγματώδης characterized by examples masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»